-
1 κηλον
Hes. тж. κήλεον τό (только pl.)1) досл. древко стрелы, перен. стрела(κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.)
2) луч(χρύσεα κήλη ἠελίου Anth. - v. l. κύκλα)
3) звук(φόρμιγγος κῆλα Pind.)
1 κηλον
(κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.)
(χρύσεα κήλη ἠελίου Anth. - v. l. κύκλα)
(φόρμιγγος κῆλα Pind.)